Τρίτη, Απριλίου 07, 2009

Το πρώτο φιλί


-Ουφ!

Ένας αναστεναγμός βγήκε από τα χείλη του. Μόλις είχε επιστρέψει από την μεσημεριανή καλάδα. Η μέρα άρχιζε να παραχωρεί την θέση της στην νύχτα. Είχε αποκάμει και κάθισε στην βεράντα που έβλεπε προς την θάλασσα. Μια ανοιξιάτικη αύρα ήρθε στα ρουθούνια του. Αλμύρα θαλασσινή και άρωμα γιασεμιού από την αυλή. Αγνάντευε την ανοικτωσιά του πελάγους και οι σκέψεις του άρχισαν να τρέχουν σε εκείνη.

Άνοιξε ένα μπουκάλι κρασί να βρέξει το διψασμένο από την αλμύρα λαρύγγι του. Κατέβασε το πρώτο ποτηράκι με την μία και αφέθηκε στο γλυκό αγέρι. Αναρωτιότανε άραγε που να βρίσκεται τώρα. Σε ποια αγκαλιά αφήνει το άρωμα της. Ποιος ο τυχερός που κοιτάνε τα μελιά της μάτια. Έκλεισε τα δικά του μάτια και έφερε στο νου τις εικόνες της περσινής άνοιξης. Ένας αναστεναγμός ήρθε ανέβηκε από μέσα του στα χείλη.

-         Κράτα μου το χέρι και μην το αφήσεις ποτέ. Του έλεγε.

-         Θα το κρατώ με όλη την δύναμη της  ψυχής μου και θα γυρνάμε στις θάλασσες του κόσμου.

-         Την φοβάμαι την θάλασσα. Σε κλέβει από μένα και φοβάμαι πως κάποια στιγμή μπορεί να θελήσει να σε κρατήσει για πάντα κοντά της. Δεν την θέλω γιατί φοβάμαι πως αυτήν την αγάπησες περισσότερο από μένα.

 

Το αγέρι έγινε  πιο δυνατό τώρα και άνοιξε πάλι τα μάτια του. Έβαλε άλλο ένα ποτήρι κρασί και ο νους του άρχισε πάλι το ταξίδι του. Πήγε πίσω στο χθες στο πρώτο τους φιλί.

Εκείνος καθόταν στο τιμόνι της μηχανής και εκείνη δίπλα του. Της είχε τάξει να την πάει βαρκάδα να δει τα βαθυγάλανα νερά από κοντά. Η μαυρίλα της ανοικτής θάλασσας  όμως την φόβισε και βρήκε προστασία στην αγκαλιά του. Έτρεμε σαν το ψάρι ώσπου να περάσει το χέρι του στους ώμους της. Μόλις την ακούμπησε ένιωσε ένα ρίγος να τον διαπερνά. Λες και το τρέμουλο μεταφέρθηκε σε αυτόν. Δεν χρειάστηκαν λόγια. Κοιτάχτηκαν στα μάτια και τα χείλη τους πλησίασαν βουβά να σμίξουν τις ψυχές. Έμειναν έτσι κολλημένοι για ώρα. Όταν κατάφεραν να απομακρύνουν τα χείλη τους έμειναν αμίλητοι. Λες και ο ένας είχε κλέψει την λαλιά του άλλου.

-         Πρέπει να βγούμε στην στεριά, με περιμένουν. Του είπε .

-         Αν μπορείς αύριο να έρθεις, θα σε πάω στην σπηλιά της θαλασσένιας. Είναι όμορφα εκεί. Θα σ’ αρέσει.

-         Ίσως …. Ναι αύριο λοιπόν

Σε μερικά λεπτά  η βαρκούλα έσκιζε τα νερά του μικρού λιμανιού.

-         Αύριο λοιπόν. Εδώ την ίδια ώρα.

-         Εντάξει αύριο.

 

Πλέον το αγέρι έγινε έντονο και τον ανάγκασε να πάρει από το μέσα δωμάτιο ένα μπουφάν. Άρχισε να κρυώνει. Δεν ήξερε όμως αν ήταν από το αγέρι ή από την έλλειψη της.

3 σχόλια:

ΦΥΡΔΗΝ-ΜΙΓΔΗΝ είπε...

Σίγουρα η απουσία της...

Φιλί και Γλαρένιες αγκαλιές

Ηλιας....Just me! είπε...

Τρομερή οπτκή περιγραφή! Με ταξίδεψες πραγματικά... Πολύ όμορφο το μέρος αυτό και ελπίζω να το ξέρεις και να μην είναι της φαντασίας σου και να το απολαμβάνεις κι όλας.... Δεν ξέρω, αλλά για κάποιο λόγο όλο το κειμενάκι μου θύμισε αυτό το τραγουδάκι... Αγνωστο το γιατί, δεν ξέρω καν αν ταιριάζει με αυτό που περιγράφεις... Πάρε και ένα εναλλακτικό που είναι από τα αγαπημένα μου ever...

George είπε...

Γλαρένια μου ίσως να είναι και η παρουσία της. Σίγουρα όμως η απουσία του φιλιού. ;)

Ηλία το μέρος είναι φανταστικό αλλά είμαι βέβαιος πως δεν θα χρειαστεί πολύ να βρεθεί καθώς η Ελλάδα μας είναι γεμάτη θαλασσα.
Το εναλλακτικό τραγουδάκι είναι και δικό μου αγαπημένο. Με γύρισες πίσω στα χρόνια που πρωτοβγήκε και με είχε συγκινήσει τόσο που το άκουγα 50 φορές την ημέρα.

Την καλημέρα μου και στους δύο σας.