Παρασκευή, Ιανουαρίου 25, 2008

ΡΕΜΠΕΤΗΣ


Κατά το κορυφαίο εξάτομο λεξικό των Liddell και Scott, τα συγγενικά ρήματα της αρχαίας, μεσαιωνικής και νέας ελληνικής γλώσσας: ρέμβω, ρομβέω, ρυμβέω, ρέμβομαι (1), ρεμβεύω, ρεμβάζω και ρέμπομαι.έχουν την ίδια ρίζα και το ίδιο νόημα. Σημαίνουν περιστρέφομαι, περιφέρομαι, περιδιαβάζω, περιπλανιέμαι, τριγυρίζω και ρέμβος, ρεμβόμενος, ρεμβάζων, ρεμβέτης ή ρεμπέτης είναι αυτός που τριγυρίζει, που περιπλανιέται.Ειδικότερα η λέξη ρεμβέτης ή ρεμπέτης παράγεται ολόκληρη, με τρόπο φυσικό κι αβίαστο, από τη ρίζα: ρέμβ- και την παραγωγική κατάληξη –έτης (2). Επομένως, ρεμπέτης είναι αυτός που σχετίζεται με την ρέμβη, την περιπλάνηση.Άλλωστε και η λέξη ρεμπέτ, η οποία προφανώς είναι δάνειο από την ελληνική, εις την τουρκική γλώσσα σημαίνει ο άτακτος, όπως και για παράδειγμα και ρεμπέτ ασκέρ όπου σημαίνει ομάδα ή συμμορία ανταρτών ή ατάκτων.Κατά Μπαμπινιώτη, ρεμπέτης είναι κάποιος ο οποίος ακολούθησε περιθωριακό τρόπο ζωής, απείθαρχη και αντισυμβατιkή συμπεριφορά και που συχνά σχετιζόταν με τον υπόκοσμο συμμετέχοντας σε παράνομες δραστηριότητες (π. β. μάγκας, κουτσαβάκης, μόρτης, νταής). Ετυμολογικά πιστεύει πως είναι αβέβαιης ετυμολογίας η λέξη ρεμπέτης, και πιθανολογεί ότι είναι τουρκικής προέλευσης ή κατ’ άλλη άποψη, από την σλαβική λέξη rebiata, πληθυντικός rebenok, που σημαίνει παιδί, παλικάρι. Με αυτή τη λέξη χαρακτηρίζονταν οι συνθέτες των ρεμπέτικων τραγουδιών, επειδή θεωρούνταν στην εποχή τους αλήτες, μάγκες (3).Ο Ρουσό έγραψε για το ρεμπέτη ότι «γεννήθηκε ελεύθερος, αλλά παντού είναι αλυσοδεμένος». Χαρακτηρίζεται από μια άρνηση ένταξης μέσα στην κοινωνία η οποία είναι υποταγμένη σε νόμους, κανόνες, εξουσίες και καταναγκασμούς.Ο ρεμπέτης γεννήθηκε μέσα σε μια έννομη τάξη, αλλά η ψυχή του νοσταλγεί μια ελεύθερη αταξία και φτερουγίζει προς αυτήν. Γι’ αυτό και η όλη συμπεριφορά και εικόνα του υπήρξε πάντοτε διαφορετική όσον αφορά τον τρόπο έκφρασης του, της ομιλίας του, της μουσικής του προτίμησης καθώς και του ντυσίματος του. Ένας άνθρωπος πραγματικά του περιθωρίου. Εκφραστής της αταξίας, ελευθερίας και περιπλάνησης.

Κυριακή, Ιανουαρίου 20, 2008


Πώ-πώ κεσάτια σήμερα! Δεν έκανε σεφτέ απο το πρωί. Τόσος κόσμος πέρασε απο το σταθμό και δεν πλησίασε κανείς ως εδώ να πιεί έστω ένα ποτήρι νερό. Είναι μέρες που δεν τους προλαβαίνω και ορίστε τώρα που βαρέθηκα να κάθομαι.

Δύο χρόνια σε τούτο το σημείο έχει περάσει ένα σωρό κόσμος. Οι περισσότεροι βιαστικοί. Έρχονται λίγα λεπτά πριν έρθει το τρένο τους και βιάζονται να φύγουν. Τρέχουν για να προλάβουν τις δουλειές τους. Δεν ευκαιρούν να πιούν ούτε ένα καφεδάκι. Έτσι όπως έγινε η σημερινή ζωή τι να σου κάνουνε και αυτοί. Καθημερινό τρέξιμο και αναζήτηση των απαραίτητων. Τουλάχιστον αυτοί που έρχονται εδώ σε αυτήν την κατηγορία ανήκουν. Βλέπεις οι άλλοι οι παραλήδες δεν πλησιάζουν προς τα εδώ. Έχουν τις αυτοκινητάρες τους να πηγαίνουν στις δουλειές τους. Εδώ έρχονται μόνο όσοι ψάχνουν ένα φθηνό μεταφορικό μέσο ή τίποτα φοιτητές που ζητούν την φθηνή μετακίνηση.

Τις προάλες τώρα που θυμήθηκα πέρασε απο εδώ μια όμορφη κυρία που μου έκανε εντύπωση με την ηρεμία της. Γλαρένια νομίζω την λέγανε. Ήρθε πολύ νωρίτερα απο την ώρα αναχώρησης του τρένου που χρειαζόταν. Έκατσε εδώ στο τραπεζάκι που βρίσκεται κάτω απο τον πλάτανο. Εκείνη την ημέρα είχε έναν όμορφο ζεστό ήλιο που δεν ήταν να κάτσεις μέσα στο μαγαζί. Είχε στα χέρια της ένα βιβλίο που έκανε πως διάβαζε αλλά είμαι βέβαιος πως δεν διάβασε ούτε αράδα. Η ματιά της γυρνούσε πότε στον πλάτανο που την "σκέπαζε" και πότε στους υπόλοιπους επιβάτες που πηγαινοέρχονταν στον σταθμό. Μάλιστα κάποια στιγμή την είδα να κοιτάζει επίμονα την παλιά ατμομηχανή που είναι σταματημένη λίγο παρακάτω απο εδώ για να θυμίζει τις παλιές εποχές. Μου παρήγγειλε ένα βαρύγλυκο ελληνικό και ενθουσιάστηκε όταν της είπα οτι εδώ ο ελληνικός καφές ψήνεται στην χόβολη και αργεί λίγο παραπάνω να σερβιριστεί. Έκανε ένα νόημα με τον ώμο της και σιγομουρμούρισε ένα "δεν πειράζει έχω αρκετό χρόνο" και παρέμεινε να κοιτάει τριγύρω.

Έκατσα και εγώ να την παρατηρώ για ώρα. Είχα καθίσει σην μέσα μεριά του μαγαζιού και μια και δεν είχε πολύ δουλειά μπορούσα να την παρατηρώ για μερικά λεπτά. Πολυάσχολη γυναίκα, όση ώρα κάθησε δεν σταμάτησε το κινητό της. Όλο χτύπαγε και την άκουγα να δίνει οδηγίες. Βέβαια δεν κατάλαβα με τι μπορεί να ασχολείται καθώς όλο για ρούχα και λουλούδια μιλούσε. Ότι και να έκανε πάντως σίγουρα είχαν ανάγκη την γνώμη της.

Ήπιε τον καφέ της και με πλήρωσε με καλό μπουρμπουάρ. Στο τέλος φεύγοντας μου ζήτησε να μάθει τι ώρα ανοίγω το πρωί καθώς σκέφτεται να έρχεται νωρίς το πρωί για καφέ.

Κυριακή, Ιανουαρίου 13, 2008

Για μένα


Xαρά γέμισε ο νους
διαμάντια η ψυχή μου
Μόνο το κάρβουνο από τα μάτια σου
μπήκε στην ψυχή μου

Για σένα χόρεψα απόψε
των αετών το βήμα
Για σένα ήπια το νέκταρ το κρασί
στον χειλιών σου το χρώμα.

Τρίτη, Ιανουαρίου 08, 2008

Ο καφενές.

Ω!! Θεέ μου ! Τι εφιάλτης ήταν αυτός;
Πετάχτηκε έντρομος από το κρεβάτι του και έτρεξε στο μπάνιο να ρίξει λίγο νερό στο πρόσωπο του. Μπήκε στο μπάνιο ρύθμισε το νερό προς το χλιαρό στην ντουζιέρα του έβγαλε τα εσώρουχα του και αφέθηκε στο άγγιγμα του νερού. Ένιωσε το νερό να χτυπά στο κορμί του με ορμή. Βούτηξε το κεφάλι του κάτω από το νερό και έμεινε ακίνητος να κυλάει πάνω του.
Το πρωινό μπάνιο ήταν μια συνήθεια που του έμεινε από τα χρόνια του στρατού. Η μόνη ώρα που θα μπορούσε να βρει άδειο το μπάνιο ήταν νωρίς το πρωί. Αναγκαζόταν βέβαια να σηκώνεται από τα άγρια χαράματα αλλά το προτιμούσε από το να περιμένει με τις ώρες στην ουρά για ένα μπάνιο.
Το άρωμα από το αφρόλουτρο που μοσχομύριζε είχε αλλάξει εντελώς την διάθεση του. Ο εφιάλτης που έγινε αιτία να ξυπνήσει πρόωρα είχε απομακρυνθεί από την σκέψη του. Αλήθεια τι αλλόκοτη αίσθηση είναι αυτή να φαντάζεσαι γεγονότα που για κάποια δευτερόλεπτα έχεις την αίσθηση ότι συμβαίνουν γύρω σου και στο επόμενο λεπτό με το που ανοίγεις τα μάτια σου στον πραγματικό κόσμο αντικρίζεις την πραγματικότητα και καταλαβαίνεις ότι τίποτα από όσα ένιωσες δεν ήταν αληθινά. Όλα βρίσκονταν στην σφαίρα του φανταστικού, της επιθυμίας της απάτης.
Άρχισε να νιώθει το γυμνό κορμί του να κρυώνει και πήγε στο συρτάρι με τα εσώρουχα του. Φόρεσε το αγαπημένο του μαύρο βαμβακερό μποξεράκι του και από την διπλανή ντουλάπα έβγαλε ένα καλοδιπλωμένο μαύρο τζήν και ένα λευκό βαμβακερό μπλουζάκι. Παρά το εφιαλτικό ξύπνημα είχε την διάθεση να φορέσει όμορφα ρούχα και να νιώσει όμορφα και ευχάριστος με την εμφάνιση του. Βέβαια είχε αμελήσει το ξύρισμα αλλά και έτσι πίστευε ότι δεν ήταν άσχημος. Άλλωστε τα γένια των 3-4 ημερών είχε αρχίσει να γίνεται μόδα.
Έβαλε τα αθλητικά παπούτσια του και μπήκε στο αυτοκίνητο του παίρνοντας τον δρόμο για την δουλειά του. Ήταν αναγκασμένος να κάνει μερικά παραπάνω χιλιόμετρα σήμερα. Θα πήγαινε στην διπλανή πόλη για μια νέα δουλειά. Είχε προγραμματίσει να κάνει και μια στάση σε ένα καφενεδάκι δίπλα στον παλιό σταθμό με θέα την θάλασσα. Το παρατήρησε προχθές που επέστρεφε από την δουλειά και το μάτι του έπεσε στον μεγάλο πλάτανο που στην ρίζα του είχε δύο τρία τραπεζάκια καφενείου με λίγες ψάθινες καρέκλες. Τότε πρόσεξε την πινακίδα του. «Το Καφενείο του Blackred.rose» Τι παράξενο όνομα ήταν αυτό. Φάνταζε αλλόκοτο με το ελληνοπρεπές τοπίο.