Πέμπτη, Αυγούστου 30, 2007

Οι περιπέτειες μια σπίθας

Είμαι η πυροκόκκινη. Μια τόσο δα μικρή σπίθα, αλλά με τεράστια φήμη! Όλα τα μέσα Μαζικής Ενημέρωσης του κόσμου ασχολούνται με εμένα και τα αδέλφια μου. Είμαστε σταρ.
Αποτελώ μέρος της διάσημης πυρκαγιάς που έκαψε την μισή Ελλάδα. Μας κυνηγάνε οι πυροσβεστικές όλου του κόσμου αλλά δεν κατάφεραν να μας συλλάβουν και να μας εκτελέσουν.
Καλά ε! Μεγάλο κυνηγητό μιλάμε ! Όλα ξεκίνησαν από τον μπαμπά μου που ξεπετάχτηκε από την σπίθα του αναπτήρα ενός άγιου άνθρωπου που ήθελε να κάψει κάτι ξερόχορτα δίπλα στο σπίτι του. Τότε ήταν που ο πατέρας μου έτρεξε γρήγορα και βρήκε ένα ξερό χορταράκι που χάζευε αμέριμνο εκεί τριγύρω. Το κακόμοιρο δεν ήξερε τι το περιμένει. Τότε ήταν που αμέσως ο ξάδερφος μου ο άνεμος που μόλις είχε αναβαθμιστεί σε Στρατηγό άρχισε να καταστρώνει τα σχέδια μας. Είχαμε κάνει συμμαχία μαζί του, πως όταν θα αποφασίζαμε να ξεκινήσουμε τον χορό μας θα άρχιζε και αυτός να φυσάει προς τα εκεί που δεν θα μπορούσε κανείς να μας αγγίξει.
Και νά 'μαστε τώρα λοιπόν να χορεύουμε μία προς τα δεξιά και μια στα αριστερά. Είναι υπέροχα ! Νιώθουμε ότι είμαστε ελεύθεροι επιτέλους, ώστε να κυριαρχήσουμε παντού. Δεν μας σταματάει κανείς.
Βρήκαμε τους ανθρώπους ακριβώς την ώρα που έπρεπε. Τους αιφνιδιάσαμε. Το κυριότερο σημείο ήταν η αρχή! Ο πατέρας μου που τώρα πια δεν υπάρχει, γέρασε και πέθανε , ήταν γενναίος πολεμιστής. Ετοιμαζόταν καιρό και περίμενε την κατάλληλη στιγμή για να κάνει το όνειρο του πραγματικότητα. Γνώριζε ότι οι άνθρωποι τέτοιες μέρες που όλοι ασχολούνται με κάτι που ονομάζουν εκλογές δεν τους ενδιαφέρει τι γίνεται έξω στην φύση. Βλέπεις τα δέντρα δεν ψηφίζουν, οπότε κανένας δεν ασχολείται με αυτά. Τις υπόλοιπες μέρες όλο και κάποιος μπορεί να μας συναντήσει την ώρα που ξεκινάμε τον χορό μας και να μας πυροβολήσει με το χειρότερο όπλο, το νερό.
Ναι είναι ότι χειρότερο αυτό το νερό. Όπου και να μας βρει μας σκοτώνει. Ακαριαίος θάνατος μιλάμε. Ειδικά όταν είμαστε λίγοι ακόμα και δεν έχουμε πολλαπλασιαστεί είναι ικανό μια μικρή ποσότητα του να μας ξεκληρίσει όλους. Έχει βλέπετε το κακό να μην καίγεται. Και να ήτανε μόνο αυτό; Αποτελεί και απαραίτητη τροφή και για τους ανταγωνιστές μας. Τα δέντρα. Αν δεν βρουν νερό να πιουν πεθαίνουν και ξεραίνονται. Έτσι είναι ευκολότερο σε μας να κυριαρχήσουμε και να αναπτυχθούμε.
Αχ! Γιατί να μην είχαμε περισσότερα ξερά χόρτα και δέντρα για να μπορούμε να ζούμε και εμείς ευκολότερα; Μου μοιάζει μεγάλη αδικία αυτή. Μάλιστα γίνεται ακόμα μεγαλύτερη αυτή η αδικία καθώς το νερό δεν φτάνει που υπάρχει στο χώμα και πολλές φορές συναθροίζεται σε κάτι μέρη που τα λένε ποτάμια και περνάνε με ορμή και μας κοροϊδεύουν πολλές φορές πέφτει ακόμα και από τον ουρανό.
Εμάς δεν μας θέλει κανείς ελεύθερους, παρά μονάχα μαντρωμένους μέσα σε κάτι που τα λένε εστίες και μόνο για να τους υπηρετούμε. Άλλοτε τους ζεσταίνουμε άλλοτε τους μαγειρεύουμε ενώ δεν είναι λίγες οι φορές που κάθονται απέναντι μας και κοιτάζοντας τον χορό μας νοσταλγούν, αναπολούν, ονειρεύονται και ερωτεύονται.
Τώρα όμως είμαστε ελεύθεροι ! Καιρός να την χαρούμε λοιπόν αυτήν την ελευθερία. Κάθισα ώρα εδώ και σας μιλάω. Πρέπει να φύγω να πάω να συνεχίσω το ταξίδι μου. Βλέπετε όλοι έχουν πέσει πάνω μας και προσπαθούν να μας καταστρέψουν. Δεν πρέπει να καθυστερώ. Έχω ακόμα πολλά μέρη που πρέπει να δω. Ας τρέξω λοιπόν και ελπίζω να τα ξαναπούμε μετά από πολύ καιρό.!

Κυριακή, Αυγούστου 26, 2007

Αίσχος!


"Καιόμενη κόρη" απο μια λίγων ημερών πριν πυρκαγιά

Απο την ίδια προηγούμενη μεγάλη τραγωδία

Τις παρακάτω σκέψεις τις αφιερώνω στο συντονιστικό όργανο που διαχειρίζεται την ακόμα μία μεγάλη καταστροφή που έπληξε την χώρα μας. Καθώς και σ΄όλα τα διαχειριστικά που θα έρθουν ή ήρθαν σε παλιότερες εποχές και λειτούργησαν με την ίδια επιτυχία.




Ολυμπία, Ανδρίτσαινα,
Ζαχάρω και τόσα άλλα
χωριά της Ηλειακής γής
μιας πικρής γεωγραφίας

Ένδοξη ιστορία Ελλήνων
Τραγική ιστορία Νεοελλήνων

Δύο όψεις, περήφανα κρυμμένοι
Δόξα, τιμή και ατιμία,
δίπλα, δίπλα.
Έτσι, για να θυμίζει
στις επόμενες γενιές
πως αν δεν μπορείς να χειριστείς
την ένδοξη ιστορία,
φαντάζει τραγωδία

Ένα, Δύο .. εκατοντάδες
όχι νίκες του ακήρυχτου πολέμου
μα θύματα ενός εχθρού
που ξεψιχά μπροστά σε λίγες στάλες

Ένα δύο … εκατοντάδες,
θύματα ευθύνης
των ίδιων και μιας
ά-τιμης χώρας.

Πέμπτη, Αυγούστου 23, 2007

Θαλασσινή



Μόλις είχε τελειώσει την βραδινή της βάρδια. Το ρολόι έδειχνε 6:30. Πριν επιστρέψει στην καμπίνα της αποφάσισε να πάρει λίγο καθαρό αέρα. Όλη νύχτα κλεισμένη μέσα στο θάλαμο των ασυρμάτων με την αποπνικτική ατμόσφαιρα του τσιγάρου ένιωθε να πνίγεται.
Προχώρησε στο πλάι του πλοίου και ακούμπησε το χέρι της στην κουπαστή. Έλυσε τα μαλλιά της και τα άφησε να τα παρασέρνει ο αγέρας. Έσκυψε να κοιτά μπροστά την ρότα του πλοίου και τον αγέρα να τις μαστιγώνει το πρόσωπο.
Άφησε το μυαλό της να παρασυρθεί και αυτό από τον αγέρα μακριά στον αγαπημένο της. Βλέπεις εκείνος ήταν καθηλωμένος στην στεριά. Εδώ και έξι μήνες δεν μπόρεσε να ξαναμπαρκάρει. Το ατύχημα που είχε στο τελευταίο του ταξίδι έθεσε σε κίνδυνο την ίδια του την ζωή. Τελικά κατόρθωσε να ζήσει αλλά η ζωή του επιφύλαξε το δίλημμα της. Οι γιατροί για να τον γλιτώσουν προχώρησαν σε ακρωτηριασμό του ποδιού του. Ήταν υποχρεωμένος να ζήσει την υπόλοιπη ζωή του σε ένα αναπηρικό καροτσάκι. Μετά το καράβι που τον μετέφερε σε μέρη ονειρικά, που από μικρό παιδί περίμενε την μέρα που θα τα δει, τούτο εδώ θα ήταν πλέον το μεταφορικό του μέσο. Ένας σιδερένιος σκελετός με δύο ρόδες.
Η Μαρία είχε αποφασίσει ότι τελείωνε και γι’ αυτήν η θάλασσα. Μετά από αυτό το ταξίδι θα επέστρεφε κοντά του. Είχαν αποφασίσει να παντρευτούν πριν τους προλάβει το καταραμένο ατύχημα. Όμως και τώρα δεν ήταν αργά. Θα το κάνανε τώρα που θα επέστρεφε. Με τα λεφτά της αποζημίωσης θα στήνανε ένα ταβερνάκι στην άκρη του μόλου, και στις ελεύθερες ώρες τους θα καθόταν παρέα να αγναντεύουν την θάλασσα. Αυτήν που τόσο λάτρεψαν από μικρά παιδιά.
Άκουσε βήματα πίσω της και γύρισε να δει. Ήταν ο συνάδελφος που πριν λίγα λεπτά είχε αναλάβει την θέση της. Τις άπλωσε ένα χαρτί που είχε στα χέρια του.
Σκέφτηκε πως κάτι είχε ξεχάσει και εκείνος φρόντισε να της το δώσει.
Το ξεδίπλωσε κάπως βαριεστημένα.
Λίγες λέξεις ήταν γραμμένες.
Ο Δημήτρης Νικολάου ήταν νεκρός.

Παρασκευή, Αυγούστου 17, 2007

Αχ...

..... βασίλεψε πιά!

Θ ά λ α σ σ α
Αντάριασες απόψε
και ρίχνεις τον θυμό σου
στην μήτρα που σε κρατά
ζεστά στην αγκαλιά της।
Συμμάχησες με τον αγέρα
και μαστιγώνεις τα πρόσωπα
χαράσσοντας τα με τ'αλάτι
για να θυμούνται το θυμό σου।
Κάθε χαρακιά τους και μια
δική σου θύμιση।
Ένα δικό σου όργωμα
ανάμνηση στον χρόνο.