
όσο μπορείς να μ' αγαπάς ......
Λιγότερο από μια στιγμή μάτια αν κοιταχτούνε μπορεί να φύγει μια ζωή ποτέ να μην λησμονηθούνε
Πέρασαν ήδη επτά ημέρες. Επτά ημέρες που του φάνηκαν αιώνες. Επτά ημέρες που ο χρόνος μετριόταν σε δευτερόλεπτα πολέμου. Βασανίστηκε με την απόφαση του. Τις νύχτες οι ώρες ύπνου λιγόστευαν αντί να περισσεύουν. Έπεφτε να κοιμηθεί και ξυπνούσε κάθιδρος από τους εφιάλτες του. Έμενε ξύπνιος και προσπαθούσε να καταλάβει αν τελικά πήρε την σωστή απόφαση. Μόνο στο πρώτο ξημέρωμα κατόρθωνε να κοιμηθεί λίγη ώρα ακόμα.
Όλα ξεκίνησαν ένα χειμωνιάτικο πρωινό. Ο καιρός ήταν ιδιαίτερα βαρύς από το πρωί. Τον έπιασε η νοσταλγία και βγήκε στο μπαλκόνι. Αντίκρισε το παλιό σκεπασμένο κλουβί. Κόντευαν δύο χρόνια που το είχε παρατημένο να κρέμεται στο μπαλκόνι. Άνοιξε το κάλυμμα του. Ο χρόνος είχε αφήσει πάνω του τα σημάδια του. Η σκουριά το είχε σχεδόν καλύψει. Βάλθηκε να το καθαρίζει. Άλλαξε την σχισμένη εφημερίδα με μια καινούργια. Συνήθιζε να βάζει στο κάτω μέρος μια εφημερίδα για να μην λερώνεται το πλαστικό καπάκι του. Έβαλε και φρέσκο νερό και το ξανακρέμασε στην θέση του αφήνοντας όμως ανοικτό το πορτάκι του.
Πήγε στην κουζίνα και έκοψε ένα μικρό κομμάτι ψωμί και το έβαλε μέσα στο κρεμασμένο κλουβί. Εν συνεχεία έφυγε για την εργασία του. Ο καιρός ήταν πράγματι αγριεμένος και δεν άργησε να δείξει τα δόντια του. Οι πρώτες νιφάδες έκαναν την εμφάνιση τους και σε λίγο όλα τριγύρω είχαν ντυθεί στα λευκά. Φοβούμενος ότι μπορεί να αποκλειστεί καθώς το σπίτι του βρισκόταν στα βόρεια, στους πρόποδες του βουνού, ζήτησε άδεια και έφυγε νωρίτερα από το γραφείο του. Γύρισε στο σπίτι του και ασυναίσθητα τα βήματα του τον οδήγησαν στο μπαλκόνι. Κοίταξε στο κλουβί και ξαφνιάστηκε καθώς είδε μέσα ένα μικρό πουλάκι να κάθεται αποκαμωμένο. Πλησίασε και προσπάθησε να ανακαλύψει το είδος του. Δεν γνώριζε πολλά από πουλιά αλλά παρατήρησε ότι στο κεφάλι του είχε κόκκινο χρώμα ενώ μερικά από τα φτερά του ήταν κίτρινα. Πήγε στον υπολογιστή του και βάλθηκε να ψάχνει πληροφορίες για τα πουλιά με αυτά τα χαρακτηριστικά. Δεν άργησε να ανακαλύψει ότι το πουλάκι ήταν μια καρδερίνα ή τουρκοπόλι ή γαρδέλι όπως το λέγανε σε κάποιες περιοχές της πατρίδας μας. Το αρχαιοελληνικό του όνομα ήταν ακανθυλλίς.
Διάβασε πως πρόκειται για πανέμορφα πουλιά που χτίζουν την φωλιά τους ψηλά στα δέντρα και κυρίως στην εξωτερική πλευρά τους με λεπτά κλαδάκια και περίτεχνη αρχιτεκτονική.
Επέστρεψε στο μπαλκόνι να δει αν ακόμα βρίσκονταν εκεί. Ως εκ θαύματος η καρδερίνα ήταν ακόμα εκεί. Πλησίασε και έκλεισε το πορτάκι από το κλουβί. Από εκείνη την ημέρα έγιναν αχώριστοι φίλοι. Μετέφερε το κλουβί μέσα στο σπίτι, ενώ τα σαββατοκύριακα το έβγαζε στο μπαλκόνι για λίγες ώρες ώστε να βρίσκεται το πουλί στο φυσικό του περιβάλλον. Φρόντιζε πάντα να υπάρχει φρέσκο νερό και αρκετή τροφή στο κλουβί. Κάθε φορά της αγόραζε και διαφορετικό είδος σπόρων για να έχει ποικιλία. Την αγαπούσε πολύ. Είχε δεθεί μαζί της. Τον είχε παραξενέψει ο τρόπος που είχαν ανταμωθεί. Ήταν η πρώτη φορά που κάποιος πήγε και τον βρήκε χωρίς αυτός να κάνει κάτι για αυτό.
Καθόταν με τις ώρες και την μιλούσε. Έπαιρνε μερικά ταξιδιωτικά βιβλία και της διάβαζε αποσπάσματα από διηγήσεις. Της μιλούσε για όμορφες καταπράσινες πεδιάδες με πολύχρωμα λουλούδια αλλά και για θάλασσες απέραντες, που πότε αγρίευαν και πότε κυλούσαν ήρεμα. Ήξερε ότι αυτό που έκανε ήταν παρανοϊκό αλλά το διασκέδαζε. Ήθελε πολύ να είχε κάποιον να του μιλάει για όλα αυτά. Και αφού δεν είχε κανέναν άλλο βρήκε διέξοδο στην καρδερίνα του. Όμως και αυτή φαινόταν να το απολαμβάνει. Παρόλο που στην αρχή την τρόμαζε η παρουσία του εν συνεχεία άρχισε να μην φοβάται τόσο. Τον αποζημίωνε κιόλας με το τραγούδι της. Στέκονταν καμαρωτή και κελαηδούσε το υπέροχο τραγούδι της. Ποτέ στον ίδιο ρυθμό. Πάντα υπήρχε και μια νέα παραλλαγή. Όταν τον ένιωθε ότι ήταν λυπημένος προσπαθούσε ο ρυθμός του τραγουδιού της να είναι γρήγορος και έντονος. Προσπαθούσε να του αλλάξει την διάθεση. Πολλές φορές το κατάφερνε. Το τραγούδι της έφτανε στα αυτιά του σαν λόγια γεμάτα τρυφεράδα.
Η ιστορία αυτή κόντευε τους έξι μήνες. Πάντα αυτός να την φροντίζει και αυτή να του το ανταποδίδει με το τραγούδι της. Είχε αρχίσει να του είναι εντελώς απαραίτητο αυτό το συνομιλητό παραλήρημα με την καρδερίνα. Τις ημέρες που δεν προλάβαινε να καθίσει μαζί της όλα του έφταιγαν. Μάλωνε με συναδέλφους στο γραφείο αλλά και στον δρόμο με τους υπόλοιπους διαβάτες. Έμοιαζε να γίνεται παρανοϊκός. Είχε δεθεί πολύ μαζί της. Την αγαπούσε τόσο πολύ που ήταν φορές που προτιμούσε την δική της παρέα παρά των υπόλοιπων ανθρώπων. Τα αισθήματα του μέρα με την μέρα γίνονταν ακόμα πιο έντονα.
Ένα μεσημεριανό μετά από μια έντονη ημέρα στο γραφείο γύρισε σπίτι και έκατσε να της σφυρίζει τον αγαπημένο της σκοπό. Εκείνη του το ανταπέδωσε με το κελάηδισμα της στον ίδιο ρυθμό. Πέρασαν έτσι μερικά λεπτά και τότε ήταν που το πήρε απόφαση.
Την είχε αγαπήσει πολύ την καρδερίνα και ήταν στιγμές που τον ενοχλούσε να την έχει αιχμάλωτη μέσα σε ένα κλουβί. Πίστευε πως η θέση της ήταν έξω στην ελεύθερη φύση. Ήθελε να την δει να μεγαλώνει και να κάνει τα δικά της καρδερινάκια. Τα γαλαζοπράσινα αυγά που θα τα εκκόλαπτε σε μικρές καρδερίνες. Να την δει να ταΐζει μέσα στο στόμα τα παιδάκια της μέχρι να μπορούν να είναι ικανά να τραφούν μόνα τους. Ήθελε να την δει να περνάει αυτά το δέκα χρόνια του ευδόκιμου χρόνου της ζωής της.
Έτσι λοιπόν το πήρε απόφαση και το έκανε. Άπλωσε το χέρι του στο μικρό πορτάκι του κλουβιού και το άνοιξε. Ήξερε πως δεν χρειαζόταν τίποτα άλλο. Μόνο να ανοίξει αυτό το μικρό πορτάκι. Στην συνέχεια το ένστικτο της επιβίωσης θα αναλάμβανε τα υπόλοιπα. Η μικρή καρδερίνα αφού έφερε ένα γύρω στο κλουβί της πήρε φόρα και όρμησε στην ανοικτή πόρτα. Τίναξε δυνατά τα φτερά της και αμέσως βρέθηκε ελεύθερη να πετάει. Σταμάτησε απότομα όμως λίγα μέτρα μακριά του στην άκρη από τα κάγκελα του μπαλκονιού. Στάθηκε και κοίταζε τον γαλάζιο ουρανό. Με ένα μικρό πήδο γύρισε το βλέμμα της προς το μέρος του. Νόμιζε πως την έβλεπε να του χαμογελάει. Πριν προλάβει όμως να κάνει ένα βήμα προς το μέρος της, έδωσε ένα απότομο τίναγμα στα φτερά της και έτρεξε προς την απεραντοσύνη του ουρανού. Έμεινε ακίνητος να την παρατηρεί να απομακρύνεται. Σε λίγα δευτερόλεπτα η μορφή της έγινε μια μικρή κουκίδα που στα επόμενα δευτερόλεπτα χάθηκε εντελώς από τα μάτια του.
Δεν ήθελε να πιστέψει ότι δεν θα την ξαναδεί. Ήλπιζε ότι θα ξαναγυρνούσε. Ότι κάποια στιγμή θα επέστρεφε στην ασφάλεια του κλουβιού. Το είχε αφήσει στο μπαλκόνι με ανοικτή την πόρτα ελπίζοντας ότι κάποια μέρα θα γυρίσει εκεί. Φρόντιζε μάλιστα να ανανεώνει το νερό της καθημερινά.
Ήδη όμως είχαν περάσει επτά μέρες και ακόμα δεν είχε δώσει κανένα στοιχείο για την ύπαρξη της. Τότε ήταν που είχε αρχίσει να καταλαβαίνει ότι η αγάπη πολλές φορές όσο μεγάλη και να είναι δεν μπορεί να αντικαταστήσει το αίσθημα της ελευθερίας. Όσο αγάπη και να δώσεις σε κάποιον, ακόμα και σε ένα ον που δεν έχει λογική, έχει ανάγκη την ελευθερία του. Τότε ήταν που συνειδητοποίησε αυτό που άκουσε να λέγεται πολλές φορές μα δεν το είχε εκτιμήσει όπως έπρεπε.
Για να κρατήσεις κάποιον κοντά σου χρειάζονται και άλλα συστατικά εκτός απο αγάπη.
Την κοίταζε
Κοντοστάθηκε να τον κοιτάξει μα το χέρι της άγγιξε το πόμολο της πόρτας.
Κάρφωσε τα μάτια του πάνω της και περίμενε το βλέμμα της. Ήθελε να δει τα μάτια της καθώς όλα έδειχναν ότι ίσως ήταν η τελευταία φορά που θα μπορούσε να τα δει.
Το χέρι της κατέβηκε αργά πάνω στο πόμολο, μα δεν γύρισε καθόλου του βλέμμα της πίσω. Το είχε πάρει απόφαση. Μπορεί να ένιωθε κάτι για τον άνθρωπο που της έλεγε να μείνει μα δεν ήταν σίγουρα αυτός που θα μπορούσε να πορευτεί στην ζωή της. Άνοιξε την πόρτα έκανε δύο βήματα αργά-αργά. Το βλέμμα της κοίταζε μόνο εμπρός. Χωρίς να γυρίσει καθόλου έκλεισε την πόρτα πίσω της και άρχισε να τρέχει. Αφού έκανε αρκετά μέτρα τρέχοντας, σταμάτησε και άφησε να της ξεφύγει ένας αναστεναγμός.
Συνέχισε να περπατά μέχρι που χάθηκε μέσα στα στενά σοκάκια. Δεν γύρισε ποτέ να δει πίσω της.
Η μέρα δεν περνάει εύκολα σήμερα. Προχωρημένη άνοιξη και ο νους άρχισε να πεταρίζει. Η διάθεση για δουλειά πήγε διακοπές. Με έχει πιάσει μια αίσθηση ότι κάποιος θα με επισκεφθεί. Έτσι στα ξαφνικά απρόσμενα. Βηματίζω στο δωμάτιο πέρα δώθε. Αρχίζω να αγωνιώ, να προσμένω το άγνωστο. Έφθασα στο παράθυρο και κοιτώ έξω. Είμαι ψηλά και ο κόσμος φαίνεται μικρός από εδώ. Η ατμόσφαιρα αναδύει την καλοκαιρινή κάψα και δεν με αφήνει να δώ πολύ μακριά στον ορίζοντα. Κοιτώ τα αυτοκίνητα να περνάνε βιαστικά και απρόσεχτα καμιά φορά. Όλοι βιάζονται να πάνε στις δουλειές ή όπου αλλού έχουν επιλέξει. Οι άνθρωποι έχουν την μεγαλύτερη ποικιλομορφία εκδήλωσης κίνησης. Άλλοι περπατούν βιαστικά κοιτώντας ευθεία μπρος, άλλοι βιαστικά αλλά χαζεύοντας δεξιά και αριστερά τους. Μαμάδες σέρνουν τα καροτσάκια των παιδιών με ένα αίσθημα κούρασης. Κάτι νεαροί περπατούν νωχελικά πειράζοντας ο ένας τον άλλο. Άλλοι περπατούν και μιλούν στο τηλέφωνο απρόσεχτοι για την κίνηση γύρω τους. Κάτι ηλικιωμένα γεροντάκια προσπαθούν να στριμώξουν το βήμα τους μέσα στον ρυθμό των υπολοίπων.
Κανένας όμως τόση ώρα που τους παρατηρώ δεν σήκωσε το βλέμμα τους ψηλά να δει τι γίνεται πάνω από τα κεφάλια τους. Κανένας δεν σήκωσε το βλέμμα του στον ουρανό να δει τι χρώμα έχει. Είναι λευκός, γαλάζιος, ή μαυρισμένος?
Μια γλυκιά αύρα τρυπώνει από το ανοικτό παράθυρο και μου ξαναθυμίζει την προσμονή του άγνωστου.
Όμορφη τελικά η ζωή. Κάθε μέρα και κάτι καινούργιο ξημερώνει και φέρνει μπρος στα μάτια μας. Αέναη κίνηση πραγμάτων και ανθρώπων.
Πάντα έτσι έμαθε να κάνει. Αγαπούσε με τόσο πάθος που στο τέλος τον σκότωνε η αγάπη του. Δεν του αρκούσε η σωματική επαφή που σε άλλους θα ήταν ο μοναδικός σκοπός τους. Αυτός ήθελε να «παίρνει» τις ψυχές των συντρόφων του. Είναι αλήθεια ότι αυτό λίγες φορές το κατάφερε, αλλά δεν άλλαζε τις αρχές του. Πάντα το πρώτο που τον ένοιαζε ήταν να κατακτήσει την ψυχή των ανθρώπων. Δεν τον ενδιέφερε το κορμί αλλά μόνο η ψυχή. Βλέπεις το κορμί είναι κάτι που φθείρεται και οι αναμνήσεις που προέρχονται από αυτό είναι παροδικές. Αντίθετα οι αναμνήσεις της ψυχής μένουν παντοτινά στην μνήμη μας. Και αυτός ήταν εγωιστής. Πολύ εγωιστής και τον ενδιέφερε να είναι παντοτινός. Ήθελε να μένει παντοτινά στους ανθρώπους που αγαπούσε όπως και σε εκείνους που του έλεγαν ότι τον αγαπάνε.
Ένας εγωιστής που προσπαθούσε πάντα να επιβεβαιώσει τον εγωισμό του αδιαφορώντας για τους γύρω του. Ήταν στιγμές που πίστευε ότι δεν μπορούσε να αγαπήσει αληθινά. Ακόμα και το σ’ αγαπώ δεν το έλεγε συχνά φοβούμενος ότι έτσι πληγώνεται ο εγωισμός του. Ακόμα και όταν του έλεγαν ότι τον αγαπάνε το αμφισβητούσε. Συνήθιζε να λέει ότι το σ’ αγαπώ δεν ήθελε να του το λένε με λόγια αλλά με έργα. Έτσι μεγάλωσε έτσι ανδρώθηκε έτσι πρωτογνώρισε τον έρωτα. Χωρίς σ’αγαπώ στα χείλη αλλά με χιλιάδες σ’αγαπώ στα έργα του.
Αυτό όμως ήταν και το λάθος του. Πολλές φορές πληγώθηκε από ανθρώπους που δεν μπορούσαν να αντέξουν τον ολοκληρωτικό έρωτα που αυτός ζητούσε και έμενε μόνος να παλεύει με την αγάπη του.
Η συνάντηση με την Ελένη αναπτύχθηκε στις ίδιες αρχές. Πάντα της ζητούσε το ολοκληρωτικό της δόσιμο σε αυτόν. Το νεαρό της ηλικίας της φάνταζε στα μάτια του ότι θα μπορούσε εύκολα να πετύχει τον σκοπό του. Γελάστηκε όμως.
Η Ελένη παρά την νεότητα της έκρυβε απίστευτη ωριμότητα. Αυτό μάλιστα ήταν το πρώτο που είχε προσέξει στα λόγια της και ο ίδιος ο Δημήτρης. Και όχι μόνο ωριμότητα μα και έναν όμορφο τσαμπουκά που συναντούσες σε ελάχιστους άντρες. Έναν δίκαιο τσαμπουκά που δεν άφηνε τίποτα να πέσει κάτω. Σε όλη την ζωή της είχε μάθει να αγωνίζεται σκληρά, σε ότι είχε καταφέρει να κατακτήσει. Ακόμα και με τους καθηγητές της έδινε απίστευτες μάχες μέχρι να πειστεί για θέματα που οι συμμαθητές της τα δέχονταν ως δεδομένα. Είχε μάθει να μην σκύβει το κεφάλι ακόμα και όταν η δαμόκλειος σπάθη κρέμονταν από πάνω της. Παρόλη όμως αυτήν την σκληρότητα που έδειχνε μέσα της πονούσε πολύ και πληγώνονταν ακόμα περισσότερο. Έδειχνε ατρόμητη αλλά στην ουσία μπορούσες να την πληγώσεις και με το άγγιγμα ενός τριαντάφυλλου που θα την χάριζες. Δεν ήθελε να της χαρίζουν λουλούδια. Τα αγαπούσε πολύ μα δεν ήθελε να της τα χαρίζουν καθώς λυπόταν που ένα χέρι τα έκοβε από την φυσική τους θέση μόνο και μόνο για να τα προσφέρουν σε αυτήν. Συνήθιζε να λέει ότι προτιμούσε να της χαρίζουν κήπους και όχι μεμονωμένα τα λουλούδια.
Η Ελένη πήρε πρώτη την πρωτοβουλία και πλησίασε τον Δημήτρη αγγίζοντας τον στο πρόσωπο. Ο Δημήτρης γύρισε απότομα και έπιασε με τα δύο του χέρια το πρόσωπο της Ελένης. Βάλθηκε να κοιτά τα μάτια της. Κοιτούσε βαθιά μέσα τους μήπως μπορέσει και διακρίνει αν τελικά είχε καταφέρει να κατακτήσει την ψυχή της. Βλέπεις στην πραγματικότητα μόνο αυτό τον ένοιαζε. Να κατακτήσει την ψυχή της. Έμεινε να την κοιτά αρκετά δευτερόλεπτα μέχρι να σκύψει για να ενώσει τα χείλη του με τα δικά της. Η Ελένη για πρώτη φορά ένιωσε τον εαυτό της ανίκανο να αντιδράσει. Έκανε μια κίνηση να συγκρατήσει την ορμή του Δημήτρη μα αμέσως το μετάνιωσε και αφέθηκε να απολαύσει τα χείλη που τόσο ήθελε να γευτεί. Του έπιασε το πρόσωπο με τα χέρια της και βάλθηκε να ανιχνεύσει κάθε εκατοστό του. Πέρασαν έτσι μερικά λεπτά της ώρας και δεν είχαν προσέξει ότι είχε αρχίσει να βρέχει. Μια βροχή αλλόκοτη. Ο ήλιος ήταν ακόμα ψηλά αλλά μαύρα σύννεφα είχαν αρχίσει να ρίχνουν τις χοντρές στάλες τους και να νοτίζουν την γη. Πετάχτηκαν πάνω και έτρεξαν σε ένα κοντινό παράπηγμα από ξύλα και μια μισοτρύπια λαμαρίνα που είχε ξεμείνει από κανένα κυνηγό που παραφυλούσε το θήραμα του ή κανένα βοσκό που το είχε για το μεσημεριανό του ύπνο.
Έμειναν να κοιτάν την βροχή χωρίς να μιλούν αλλά και χωρίς να κοιτά ο ένας τον άλλο. Λες και το φιλί είχε ξεδιψάσει τον πόθο και έχασαν το κουράγιο τους για να συνεχίσουν. Μα είναι δυνατόν ένα φιλί να τους ικανοποιούσε; Είναι δυνατόν ένα άγγιγμα να έφτανε σε δύο ερωτευμένους;
Τότε ήταν που γύρισε ο ένας το βλέμμα προς τον άλλο και άρχισαν να γελάνε. Ένα γέλιο που δεν μπορούσε να εξηγηθεί. Ένα γέλιο όμως τόσο πηγαίο και γάργαρο σαν το νερό της βροχής που έπεφτε. Τα μαλλιά της Ελένης είχαν γίνει μούσκεμα και είχαν κολλήσει στο πρόσωπο της. Ο Δημήτρης άπλωσε το χέρι του και τα απομάκρυνε προς τα πίσω για να φανεί ολόκληρο το πρόσωπο της.
- Με αγαπάς; Την ρώτησε.
- Πολύ είπε εκείνη και συμπλήρωσε Εσύ;
- Και εγώ ακόμα περισσότερο
Τα γέλια τους τώρα έγιναν ακόμα δυνατότερα που κάλυπταν τον ήχο της βροχής. Ο Δημήτρης βγήκε από το παράπηγμα στην βροχή έβαλε τα χέρια του στο στόμα του σε σχήμα χωνιού και άρχισε να φωνάζει με δύναμη.
- Μ’ αγαπάειιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιι
Η Ελένη ακολουθώντας το παράδειγμα του Δημήτρη έκανε το ίδιο και αυτή. Βγήκε στην βροχή έβαλε τα χέρια της σε σχήμα χωνιού και φώναζε
- Μ’ αγαπάειιιιιιιιιιιιι
Η βροχή σταμάτησε όσο ξαφνικά είχε αρχίσει. Λες και τρόμαξε από τις κραυγές τους. Πιασμένοι από το χέρι και μουσκεμένοι μέχρι το κόκαλο προχώρησαν προς το αυτοκίνητο του Δημήτρη.
Ο Δημήτρης έβαλε μπρος και βγήκε στον δρόμο. Είχε γεμίσει νερά το οδόστρωμα και δυσκόλευε την οδήγηση. Ο Δημήτρης γύριζε συνέχεια και κοιτούσε την Ελένη στα μάτια της. Τα λάτρευε. Τα έψαχνε πάντα. Ακόμα και την συνάντηση την είχε ζητήσει για να μπορέσει να την κοιτάξει στα μάτια της.
Σε μια απότομη στροφή δεν μπόρεσε να συγκρατήσει το αυτοκίνητο που ξέφυγε από τον δρόμο. Το αυτοκίνητο γλίστρησε στο κενό.
Την άλλη μέρα ένα βοσκός που έτυχε να περνά από εκεί το βρήκε σε μια χαράδρα πολλών μέτρων.
Όταν τους ανέσυραν διαπίστωσαν ότι το δεξί χέρι του Δημήτρη κρατούσε το αριστερό χέρι της Ελένης. Ήταν μυστήριο καθώς τα ενωμένα χέρια ήταν απανθρακωμένα. Δεν είχε πάρει φωτιά το αυτοκίνητο. Κι όμως τα ενωμένα χέρια ήταν τα μόνα που είχαν καεί. Όσοι ειδικοί προσπάθησαν να δώσουν μια κάποια εξήγηση δεν τα κατάφεραν. Λες και είχε βγει μια φλόγα λίγων λεπτών που έκαψε τα χέρια τους και αμέσως μετά έσβησε.
Όλοι είπαν πως τιμωρήθηκαν για την αμαρτία που έκαναν.
Αυτός στα 37 μεγάλος άνθρωπος και αυτή μόλις στα 21.
Δεν το ήθελε ούτε ο Θεός και τους τιμώρησε όπως τους άξιζε.
Ένας δυνατός αέρας άρχισε να φυσάει προσπαθώντας να ξεριζώσει όλα τα ίχνη του δυστυχήματος. Τα σωστικά συνεργεία ίσα που πρόλαβαν να μαζέψουν τα σύνεργα τους. Το αυτοκίνητο παραλείφθηκε από μια μάντρα παλιοσίδερων. Τα άψυχα κορμιά οδηγήθηκαν στον σκοτεινό θάλαμο ενός νεκροτομείου και ποτέ κανείς δεν τους αναζήτησε. Ποτέ κανείς δεν έμαθε τι απόγιναν αυτοί οι δύο. Στον τόπο του δυστυχήματος ότι δεν μπόρεσε να σβήσει ο άνεμος το αποτελείωσε η φωτιά που προκλήθηκε. Μια φωτιά που προήλθε από την απροσεξία ενός περαστικού που πέταξε το αναμμένο τσιγάρο του στα χυμένα λάδια και βενζίνες. Ότι υπήρχε για να θυμίζει το τραγικό δυστύχημα καταστράφηκε.
Ακόμα και στον χώρο που είχαν περάσει για λίγες ώρες οι δύο τους, την επόμενη μέρα μπήκαν μπουλντόζες και άρχισαν να τον διαμορφώνουν για να χτιστεί το χωριό της Αγάπης.
Τι ειρωνεία! Ένα ολόκληρο χωριό αφιερωμένο στην αγάπη θεμελιωμένο πάνω σε μια αγάπη που δεν πρόλαβε να ανθίσει.