Μια φορά και ένα καιρό υπήρχε ένα μικρό χωριό στους πρόποδες ενός χιονισμένου βουνού. Στο χωριό όλοι ήταν φιλικοί και κανένας δεν πείραζε τον άλλο. Ζούσαν όλοι απασχολούμενοι με τα χωράφια τους και τα ζώα τους. Το χωριό όμως ζούσε με ένα μεγάλο πρόβλημα. Στην κορυφή του βουνού κρυβόταν ένας δράκος που από το στόμα του ξερνούσε φωτιές. Μια φορά τον χρόνο ο δράκος κατέβαινε στο χωριό και έκλεβε την ομορφότερη κοπέλα του χωριού.
Η μικρή Αγάπη μεγάλωνε με τις φροντίδες της μάνας της και μέρα με την μέρα γινόταν ομορφότερη. Η μητέρα της κάθε μέρα την έλουζε με ανθόνερο. Γέμιζε μια μεγάλη κατσαρόλα με νερό και έβαζε μέσα του τα ομορφότερα τριαντάφυλλα του κήπου και μερικές σταγόνες μέλι. Τα άφηνε να σιγοβράσουν για να αποβάλουν όλο το άρωμα τους. Την άνοιξη πρόσθετε αγριολούλουδα από το διπλανό δάσος ενώ τον χειμώνα λεμονανθούς από την μεγάλη λεμονιά του κήπου τους. Καθόταν με τις ώρες και τις χτένιζε τα μεγάλα ίσια μαλλιά της με ασημένιες χτένες που είχε παραγγείλει σε ένα ξακουστό αργυροχρυσοχόο. Τα φορέματα της μικρής Αγάπης τα έραβε μόνη η μητέρα της, με μεταξένια, βελούδινα και κασμιρένια υφάσματα που παράγγελνε στον έμπορο που επισκέπτονταν το χωριό τους συχνά πυκνά. Ο πατέρας της που αγαπούσε την μουσική, κάθε βράδυ που επέστρεφε από τις δουλειές στα χωράφια, την έβαζε να καθίσει δίπλα του και της έπαιζε το αγαπημένο του βιολί. Παρά την κούραση της ημέρας φαινόταν ακούραστος όταν έπιανε το βιολί στα χέρια του για να παίξει στην πολυαγαπημένη του κόρη. Και το παίξιμο του ήταν μαγικό. Η Αγάπη μαγευόταν! Τέντωνε τα αυτιά της για να μην χάσει ούτε μια νότα από την θεσπέσια μουσική.
Η Αγάπη είχε γίνει πια μια πανέμορφη κοπέλα. Η εφηβεία δεν άργησε να φέρει τα πρώτα σκιρτήματα. Ο Δημητρός ήταν ο πρώτος της έρωτας. Το μελαχρινό αγόρι που έτρεχε σαν αγριοκάτσικο στα χωράφια δεν πέρασε απαρατήρητο από την Αγάπη. Άλλωστε πως να γίνει αυτό; Τον έβλεπε καθημερινά που περνούσε μπροστά από το σπίτι της καβάλα στο κάτασπρο άλογο του. Βλέπεις ο Δημητρός ήταν ο γιός του γείτονα τους. Η αγάπη δεν άργησε να τους τυλίξει και τους δύο σε ένα πάθος δυνατό. Δεν ξεκόλλαγε ο ένας από την αγκαλιά του άλλου. Μέχρι την μοιραία στιγμή που εμφανίστηκε ο δράκος.
Κατέβηκε στο χωριό από το παγωμένο του βουνό και δεν άργησε να εντοπίσει πως η ομορφότερη κοπέλα του χωριού ήταν η Αγάπη. Παραφύλαξε και δεν ήταν δύσκολο για αυτόν να την αρπάξει. Την πήρε μαζί του και κίνησε για την σπηλιά του στο χιονισμένο βουνό. Δεν πρόλαβε όμως να φύγει πολύ μακριά, όταν είδε ότι ένα άσπρο άλογο έτρεχε προς το μέρος του. Σταμάτησε και περίμενε να πλησιάσει ο ανόητος που ήθελε να τα βάλει μαζί του. Ξέρασε μερικές φωτιές σε ένα δέντρο που βρέθηκε στον δρόμο του και το τύλιξε στις φλόγες. Το άσπρο άλογο είχε φτάσει γρήγορα δίπλα του. Ο Δημητρός ξεπέζεψε και ζήτησε από τον δράκο να αφήσει αμέσως την Αγάπη. Ο δράκος γέλασε και πέταξε μερικές φωτιές προς το μέρος του Δημητρού. Μια από αυτές δεν πρόλαβε να την αποφύγει και του έκαψε το πόδι. Η Αγάπη έβαλε μια τεράστια κραυγή πόνου που τρόμαξε τον δράκο. Γύρισε και την κοίταξε. Ήταν τόσο μικροκαμωμένη και απόρησε που βρήκε την δύναμη για αυτήν την κραυγή. Ο Δημητρός παρά το κάψιμο στο πόδι, κατόρθωσε να σηκωθεί όρθιος με την βοήθεια ενός δέντρου που ήταν εκεί κοντά.
-Άφησε την φώναξε προς το μέρος του δράκου.
Ο δράκος αντιγύρισε με μια νέα ανάσα φωτιάς. Το δέντρο όμως προστάτεψε τον Δημητρό με την ζωή του. Ο Δημητρός άρπαξε ένα κλαδί που καίγονταν και χίμηξε προς τον δράκο. Ο δράκος όμως τον πρόλαβε και στην επόμενη φλογισμένη ανάσα του, κατόρθωσε να κάψει το χέρι του Δημητρού. Μια δεύτερη κραυγή ακόμα πιο δυνατή από την πρώτη έκανε τον δράκο να κλείσει τα αυτιά του με τα χέρια του. Η Αγάπη κατόρθωσε να ξεφύγει από τα χέρια του δράκου και έτρεξε στον Δημητρό. Το παλικάρι ήταν σωριασμένο στο χώμα και σφάδαζε από τους πόνους της φωτιάς. Ο δράκος άρπαξε πάλι την Αγάπη στα χέρια του και ετοιμάστηκε να δώσει την τελευταία του ανάσα στον Δημητρό.
Τον πρόλαβε όμως η φωνή της Αγάπης.
– Άφησε τον. Μην τον σκοτώσεις. είπε με την μελωδική της φωνή. Άφησε τον να ζήσει και εγώ θα έρθω μαζί σου. Θα μείνω μαζί σου για πάντα.
Ο Δημητρός προσπάθησε να κάνει μια κίνηση να σηκωθεί μα ήταν μάταιο. Ένιωσε τις δυνάμεις του να τον εγκαταλείπουν και έπεσε λιπόθυμος στο χώμα.
Ο δράκος τον άφησε να ζήσει. Πήρε την Αγάπη και έφυγαν για την σπηλιά του.
Από τότε δεν τον ξαναείδαν στο χωριό. Κάποιοι είπαν πως αυτοκτόνησε όταν άκουσε την Αγάπη να τραγουδά τον έρωτα της για τον Δημητρό. Άλλοι είπαν πως η Αγάπη τον μεταμόρφωσε σε ένα όμορφο παλικάρι που τριγυρνούσε στο δάσος φωνάζοντας το όνομα της.
Άλλοι είπαν πως έπνιξε την Αγάπη σε μια δυνατή αγκαλιά του και όταν είδε τι έκανε, αυτοκτόνησε
Η Αγάπη δεν φάνηκε ποτέ στο χωριό
έμεινε για πάντα μαζί του
………………………