Ώσπου η γη να μη γυρίζει πια
Ώσπου το φως να γίνει σκοτεινιά
Ώσπου κι αυτός ο ήλιος να σβηστεί
Ώσπου ο χρόνος πια να ξεχαστεί
Θα σ' αγαπώ
Ώσπου στα μάτια σου να δω φωτιές
Ώσπου κι εσύ σαν κεραυνός θα καις
Ώσπου να πάψει η ανατολή
Θα σ' αγαπώ και πάλι πιο πολύ
Θα σ' αγαπώ
Θα σ' αγαπώ όσο κανείς δεν αγαπάει
Θα σ' αγαπώ
Με μιαν αγάπη που ο νους σου δεν χωράει
Θα σ' αγαπώ
Ώσπου η γη να μη γυρίζει πια
Ώσπου το φως να γίνει σκοτεινιά
Ώσπου κι αυτός ο ήλιος να σβηστεί
Ώσπου ο χρόνος πια να ξεχαστεί
Θα σ' αγαπώ
Ώσπου στα μάτια σου να δω φωτιές
Ώσπου κι εσύ σαν κεραυνός θα καις
Ώσπου να πάψει η ανατολή
Θα σ' αγαπώ και πάλι πιο πολύ
Θα σ' αγαπώ
Θα σ' αγαπώ όσο κανείς δεν αγαπάει
Θα σ' αγαπώ
Με μιαν αγάπη που ο νους σου δεν χωράει
Θα σ' αγαπώ
Πέρα από κει που φτάνει η αντοχή
Θα σ' αγαπώ και πάλι πιο πολύ
Μέχρι το θάνατο και πιο μακριά
Μέχρι να πεις πεθαίνω τώρα πια
Θα σ' αγαπώ
Λιγότερο από μια στιγμή μάτια αν κοιταχτούνε μπορεί να φύγει μια ζωή ποτέ να μην λησμονηθούνε
Τετάρτη, Οκτωβρίου 28, 2009
Θα σ'αγαπώ - Δ. Γαλάνη
Πέμπτη, Οκτωβρίου 22, 2009
Εγχειρίδιο Βλακείας του Διον. Χαριτόπουλου
Σήμερα θέλω να κάνω μια πρόταση ανάγνωσης. Πρόκειται για ένα βιβλίο που την ύπαρξη του την πληροφορήθηκα απο το μπλόγκ της Μαρίας Τζιρίτα. Είμαι βέβαιος πως αρκετοί απο εδω το γνωρίζουν για τους υπόλοιπους υπάρχει το λίνκ πάνω στο όνομα της.
Εκεί λοιπόν διάβασα για το βιβλίο “Εγχειρίδιο Βλακείας” του Διονύση Χαριτόπουλου. Το όνομα του συγγραφέα κάτι μου θύμιζε και το διαπίστωσα όταν πήρα το βιβλίο στα χέρια μου. Είχα διαβάσει παλιότερα και ένα ακόμα βιβλίο του το “Άρης, ο αρχηγός των ατάκτων” το οποίο με είχε ενθουσιάσει. Έτσι λοιπόν πήρα στα χέρια μου το καινούργιο μου βιβλίο με μεγαλύτερη χαρά καθώς περίμενα οτι σίγουρα και αυτό θα είναι καλό.
Ε! λοιπόν αυτό είναι ακόμα καλύτερο. Το συστήνω σε όλους. Διαβάζετε εύκολα και γρήγορα και έχει πολλά και όμορφα πράγματα να πεί. Είναι 116 σελίδες όμορφα γραμμένες και με σκληρό εξώφυλλο.
Σας παραθέτω ένα μικρό απόσπασμα για να δείτε δείγμα.
“Το δίποδο ζει για πάρτη του.
Η πρωταρχή και η ουσία του ανθρώπου είναι η βούληση (θέληση, επιθυμία)και η νόηση είναι το μέσο για την πραγματοποίηση της. Η μόνη πραγματική του θεότητα είναι ο εαυτός του: το παιχνίδι, η διασκέδαση, αγορά ειδών, η συκοφαντία, η εξαπάτηση, ο φόνος, η κλοπή, ο ατομικός καλωπισμός, η ερωτική πράξη και όποια άλλη ενέργεια ή πράξη του στοχεύει αποκλειστικά και μόνο στην προσωπική του ικανοποίηση και ευχαρίστηση. Που σημαίνει ότι είμαστε τα “θέλω” μας, το Εγώ μας, ο σκοπός μας, και το εργαλείο για να πετύχουμε αυτό που κάθε φορά θέλουμε είναι το μυαλό μας. Το τι θέλουμε είναι πρόδηλο: “όλοι γεννηθήκαμε στην Αρκαδία” (Σίλερ) και περιμένουμε να ζήσουμε με ευτυχία, λουσμένοι όλες τις χάρες, τις ανέσεις και τις απολαύσεις του κόσμου. Βέβαια, η δυστυχία που δέρνεται μεταξύ επιθυμίας και πραγματικότητας είναι δεδομένη’ ο Φρόιντ μάς έκλαιγε απο νωρίς: “το υπερεγώ εκδίδει μια εντολή χωρίς να ενδιαφέρεται αν το άτομο μπορεί να την εφαρμόσει”.
Τετάρτη, Οκτωβρίου 21, 2009
Ήθελε να ζήσει Νο2
Τρίτη, Οκτωβρίου 20, 2009
Ήθελε να ζήσει
Το είχε αποφασίσει καιρό τώρα. Σήμερα όμως ήρθε η ώρα τις σκέψεις του να τις κάνει πράξη.
Σηκώθηκε την ίδια ώρα όπως κάθε πρωί και κατευθύνθηκε στο μπάνιο. Κοίταξε τον εαυτό του στον καθρέπτη. Έμεινε να τον κοιτάζει. Στα μάτια του είχαν σχηματιστεί μαύροι κύκλοι. Μόλις είχε σηκωθεί από τον ύπνο μα αν τον έβλεπε κανείς θα πίστευε πως δεν είχε κοιμηθεί ούτε ένα δευτερόλεπτο. Πράγματι έτσι ήταν. Όλο το βράδυ πάλευε με την απόφαση που είχε πάρει.
Έριξε κρύο νερό στο πρόσωπο του ελπίζοντας η δράση του κρύου να καταφέρει να περιορίσει τους μαύρους κύκλους και να κρύψει τα σημάδια της αϋπνίας. Γέμισε το πρόσωπο του με αφρό και αφού πήρε ένα καινούργιο ξυράφι ξυρίστηκε όπως έκανε κάθε πρωί.
Φόρεσε το κουστούμι που φορούσε καθημερινά στο γραφείο. Με την άκρη των ματιών του είδε την γυναίκα του που μόλις σηκώθηκε από το κρεβάτι. Έβαλε την κολόνια του που δεν έλεγε να αποχωριστεί ποτέ και ήταν πια έτοιμος να ξεκινήσει για την δουλειά. Οι μυρωδιές πάντα έπαιζαν ένα σημαντικό κομμάτι της ζωής του. Συνέδεε στο μυαλό του όλες τις καταστάσεις που βίωνε με μυρωδιές. Τις χαρές με το άρωμα του τριαντάφυλλου και τις λύπες με τον ανθό της γαρδένιας. Για τις στιγμές αγωνίας, όπως αυτή που τον είχε κατακλύσει αυτήν την στιγμή είχε στο νου το άρωμα της κανέλλας. Ερέθιζε το μυαλό το γεμάτο σπιρτάδα άρωμα της.
Προσπάθησε να φαίνεται ατάραχος και προχώρησε στο δωμάτιο των παιδιών. Έσκυψε και τα φίλησε στο μάγουλο όπως κάθε πρωί. Η γυναίκα του μόλις έβγαινε από το μπάνιο την ώρα που κατευθύνθηκε για την εξώπορτα. Γεια, καλή ημέρα να έχεις της είπε με το βλέμμα χαμηλωμένο. Δεν ήθελε να δει τα μάτια του. Όσο και καλά να το είχε προσχεδιάσει τα μάτια του είχαν αρχίσει να γεμίζουν επικίνδυνα.
Έκλεισε την εξώπορτα και προχώρησε στο αυτοκίνητο. Μόλις έκατσε στην θέση του οδηγού, άφησε να βγει από μέσα του ένα γεμάτο ουφ! Ένιωσε ξαφνικά να βρέθηκε σε άλλη διάσταση. Η βαριά ατμόσφαιρα άρχισε να αλλάζει. Η αϋπνία που φαινόταν στα μάτια του υποχώρησε αμέσως. Έβαλε μπρός και ξεκίνησε. Έστριψε στην πρώτη στροφή και χάθηκε μέσα στην κεντρική λεωφόρο. Όμως η κατεύθυνση του δεν ήταν αυτή που ακολουθούσε καθημερινά. Πήρε την ακριβώς αντίθετη κατεύθυνση. Το είχε αποφασίσει. Δεν άντεχε πια. Ένιωθε την ζωή του να φεύγει μέσα από τα χέρια του. Έπρεπε να αντιδράσει. Έπρεπε να βρει ένα τρόπο να το σταματήσει αυτό. Δεν άντεχε άλλο την μιζέρια που βίωνε. Ήθελε να ζήσει. Έπρεπε να ζήσει. Δεν θα το συγχωρούσε ποτέ στον εαυτό του να μην αντιδρούσε. Είχε αφήσει να περάσουν πολλά. Φτάνει όμως. Έπρεπε να βάλει ένα τέλος σε αυτήν την μιζέρια όσο και να τον πλήγωνε η απόφαση του.
Τα άφησε πίσω όλα. Δεν πήρε τίποτα μαζί του, παρά μόνο τις αναμνήσεις του. Ήθελε να ξαναγεννηθεί. Έφευγε μόνος για ένα προορισμό που δεν ήξερε καν. Δεν τον ένοιαζε που θα πάει και τι θα κάνει. Ήθελε απλά να ξεφύγει.
Σάββατο, Οκτωβρίου 17, 2009
Χαμένος στο όνειρο
Το μαύρο τοπίο δεν έλεγε να τελειώσει. Εδώ και μερικά λεπτά που είχε μπει σε αυτό το τούνελ, παντού τριγύρω του, όλα ήταν καλυμμένα με μια μαύρη μπογιά. Ένα χέρι τα είχε βάψει όλα στο χρώμα που τόσο αγαπούσε. Σε μερικές στροφές όμως του τούνελ συναντούσε μερικές παράξενες ζωγραφιές. Τέτοιες που δεν μπορούσε να συνειδητοποιήσει αν έδειχναν κάτι συγκεκριμένο ή απλώς ήταν μερικές άτσαλες πινελιές για να σπάσει την μονοτονία του μαύρου. Δεν είχε ούτε τον χρόνο να διερευνήσει τι τελικά συνέβαινε. Όλα πέρναγαν τόσο γρήγορα από γύρω, που ήταν αδύνατο το μυαλό να συνθέσει συγκεκριμένες εικόνες. Ένιωθε να βρίσκεται σε μέσο που έτρεχε με ιλιγγιώδη ταχύτητα. Τέτοια ταχύτητα που ακόμα και η προσπάθεια σκέψης βρισκόταν να γίνεται σε περασμένο χρόνο. Όλα έτρεχαν στην ίδια ιλιγγιώδη ταχύτητα. Όλα ήταν το παρελθόν.
Μα ναι! Ένιωσε την αιτία δεν έτρεχε αυτός μα το τούνελ που τον περιείχε. Έτρεχε με τέτοια ταχύτητα που ο χρόνος πάγωνε στο άπειρο, στο άγνωστο παρόν. Παρόν; Τι είναι παρόν; Αφού η σκέψη αδυνατούσε να φτάσει τον χρόνο, ποιό παρόν να νιώσει; Αυτό που ζούσε σε κάθε ανοιγοκλείσιμο των βλεφάρων; Παρόν; Παρελθόν;Μέλλον; Λέξεις που δεν είχαν κανένα νόημα εδώ. Χρόνος απροσδιόριστος, παγωμένος σε άλλη διάσταση. Το τούνελ δεν είχε άκρη. Η ταχύτητα τον είχε ζαλίσει. Ένιωσε την ζαλάδα της ναυτίας να τον κατακλύζει. Όλο του το σώμα ένιωθε να διαλύεται κάτω από αυτήν την αλλόκοτη κίνηση. Η ζάλη τον ώθησε να κάνει μεγάλη προσπάθεια να σκεφτεί. Ποιός είμαι; Που πάω; Πως βρέθηκα εδώ; Σκέψεις που κατέβαλε μεγάλη προσπάθεια να τις συνθέσει. Όλα ήταν αλλόκοτα. Αταίριαστα. Απάντηση δεν μπόρεσε να δώσει σε καμιά του ερώτηση.
Ιδρώτας τον έλουσε και ένιωσε τις δυνάμεις του να σκορπίζονται και να συμπληρώνουν το πάζλ του μαύρου τοπίου με κατάλευκα σημάδια. Ένιωσε τις σάρκες του να σκίζονται και να χάνονται πίσω του. Κομμάτι- κομμάτι. Γύρισε το κεφάλι προς τα πίσω να ψάξει να βρει τα κομμάτια του. Τρόμαξε! Το τοπίο ήταν λευκό. Εκτυφλωτικό που έκανε τα μάτια του να τσούζουν. Είδε το κάθε κομμάτι του να σκιαγραφεί μικρά καλοσχηματισμένα σχέδια. Μα ναι! Ήταν φανερό σχημάτιζαν τα αγαπημένα του τριαντάφυλλα. Κατακόκκινα σημάδια, κατακόκκινα τριαντάφυλλα.
Τα κομμάτια είχαν αρχίσει να χάνονται να λιγοστεύουν. Ένιωσε να χάνει ύψος. Έστρεψε το βλέμμα του χαμηλά. Τρομοκρατήθηκε! Τα πόδια του από τα γόνατα και κάτω δεν υπήρχαν. Πήγε να φωνάξει, μα κατάλαβε πως ήταν μάταιο. Δεν είχε κανένα νόημα. Δεν υπήρχε κανένας δίπλα του. Ήταν μόνος μέσα στο μαύρο τούνελ. Σε αυτό που έτρωγε το σώμα του και το μετέτρεπε σε τριαντάφυλλα. Σε αυτό που έσβηνε τις σκέψεις, λες και δεν είχαν γίνει ποτέ. Τον έτρωγε. Εξαφάνιζε την ύπαρξη του.
Μα όχι, να, εκεί, μπροστά του, κάτι έμοιαζε να αλλάζει. Το μαύρο άρχισε να χάνεται. Ένα λευκό πλησίαζε με την ίδια ιλιγγιώδη ταχύτητα. Ένα λευκό που τον μαγνήτιζε. Ένα λευκό που τον έκανε να θέλει να τρέξει ακόμα πιο γρήγορα. Μα ! Ένιωθε τόσο ανάλαφρος. Ξανάστρεψε το βλέμμα χαμηλά. Το μέρος του θώρακα είχε χαθεί. Ένα κεφάλι μόνο που βρίσκονταν λίγα εκατοστά από το δάπεδο του τούνελ. Έστρεψε το βλέμμα πίσω. Τα ίδια κατακόκκινα τριαντάφυλλα. Ξαναγύρισε πάλι μπροστά……..
Χάθηκαν όλα. Το μαύρο, το άσπρο, οι σκέψεις, το αύριο, το χθες, το παρόν.
Ο διακόπτης είχε κλείσει οριστικά.
Τετάρτη, Οκτωβρίου 14, 2009
Πλέον ξέρω … για να μαθαίνετε και εσείς…..
Επειδή θεωρώ ότι η “αργία” είναι η μητέρα της μάθησης κοιτάξτε να δείτε τι ανακάλυψα τριγυρνώντας στο Facebook σήμερα το πρωί που η δουλειά δεν ήταν στα φόρτε της.
Μερικές υπέροχες ατάκες που λένε οι γυναίκες για να ρίξουν χυλόπιτα και το τι πραγματικά εννοούν.
1. Δεν είμαι σε καλή φάση τώρα.
(Δεν σε γουστάρω τόσο πολύ ώστε να "ξεκολλήσω" από τον πρώην.)
2. Είμαι μπερδεμένη.
(Βγαίνω με άλλους δύο και δεν ξέρω ποιόν να διαλέξω. Σίγουρα όχι εσένα.)
3. Δεν ταιριάζουμε.
(Είσαι τόσο βαρετός, τόσο απροσάρμοστος που θέλω να βγω στα βουνά και να το φωνάζω.)
4. Έχουμε μεγάλη διαφορά ηλικίας.
(Είσαι μπαμπόγερος/ Είσαι ανώριμος.)
5. Έχω σχέση.
(Και με έχεις πρήξει τόση ώρα που μου μιλάς.)
6. Δεν νιώθω έτοιμη για κάτι παραπάνω.
(Και δεν σε γουστάρω και τόσο πολύ για να προσπαθήσω.)
7. Δεν θέλω να μπερδεύω τα επαγγελματικά με την αισθηματική μου ζωή.
(Δεν θα έκανα κάτι μαζί σου ακόμα κι αν το μόνο κοινό μας ήταν ότι ζούμε στον ίδιο γαλαξία.)
8. Δεν σε είχα σκεφτεί πότε με αυτόν τον τρόπο.
(Ούτε πρόκειται.)
9. Θέλω να επικεντρωθώ στην καριέρα μου.
(Ακόμα και κάτι τόσο βαρετό σαν τη δουλειά μου είναι καλύτερο από το να βγαίνω μαζί σου.)
10. Σε βλέπω σαν φίλο.
(Είσαι άσχημος.)
Τρίτη, Οκτωβρίου 13, 2009
Η τίγρης – Χαίνηδες - Ψαραντώνης
Έχω μια τίγρη μέσα μου, άγρια λιμασμένη
π' όλο με περιμένει
κι όλο την καρτερώ,
τηνε μισώ και με μισεί, θέλει να με σκοτώσει,
μα ελπίζω να φιλιώσει
καιρό με τον καιρό.
Έχει τα δόντια στην καρδιά, τα νύχια στο μυαλό μου
κι εγώ για το καλό μου
για κείνη πολεμώ
κι όλου του κόσμου τα καλά με κάνει να μισήσω,
για να της τραγουδήσω τον πιο βαρύ καημό.
όρη, λαγκάδια και γκρεμνά με σπρώχνει να περάσω,
για να την αγκαλιάσω
στον πιο τρελό χορό,
κι όταν τις κρύες τις βραδιές θυμάται τα κλουβιά της,
μου δίνει την προβιά της
για να τηνε φορώ.
Καμιά φορά απ' το πιοτό πέφτομε μεθυσμένοι,
σχεδόν αγαπημένοι,
καθείς να κοιμηθεί
και μοιάζει ετούτη η σιωπή με λίγο πριν την μπόρα,
σαν τη στερνή την ώρα
που θα επιτεθεί.
Αφήστε την τίγρη να βγει από μέσα σας
Παρασκευή, Οκτωβρίου 09, 2009
Χαραυγή.
Είχε αρχίσει να σουρουπώνει. Ο ήλιος είχε δύσει εδώ και λίγη ώρα! Η κάψα της ημέρας παραχωρούσε την θέση του στο υγρό πούσι της νυχτιάς. Το γερασμένο του κορμί δεν άντεχε ούτε αυτό το ελάχιστο δροσερό πούσι. Προχώρησε προς την καρέκλα που είχε κρεμάσει την ζακέτα του από την προηγούμενη νυχτιά. Έσυρε τα βήματα του και αφού φόρεσε την πλεχτή ζακέτα, το τελευταίο πράγμα που είχε απομείνει από εκείνη, προχώρησε προς την εξώπορτα. Βγήκε και κάθισε στο σκαμνάκι που είχε πάντα τοποθετημένο δίπλα από την εξώπορτα. Ένα σκαμνάκι που βρίσκονταν πάντα στην ίδια θέση. Ακριβώς δίπλα στην είσοδο. Στέκονταν εκεί χειμώνα καλοκαίρι, μέρα και νύχτα. Ήταν αυτό που σε καλωσόριζε πριν μπεις στο γέρικο σπίτι. Αυτό το σπίτι που είχε ζήσει δύο πολέμους και όμως έστεκε εκεί καρτερικά και για τους επόμενους. Το σκαμνάκι το είχε φτιάξει ο γέροντας πριν πολλά χρόνια όταν αργοπερπάτησε ο μεγάλος του γιός. Το είχε σκαλίσει με ότι πιο περίτεχνο σχέδιο είχε μπορέσει να σκαρώσει το μυαλό του. Είχε σχεδιάσει πάνω του την χαραυγή και τον ήλιο που ανέτελλε δειλά από το λημέρι του. Ήθελε έτσι να είναι όλη η ζωή του πρωτότοκου γιού του.Χαραυγή. Στην άλλη πλευρά ήταν γεμάτο με αστέρια και θάλασσα. “Να είναι γεμάτα τα όνειρα του με αστέρια και να τον ταξιδεύουν σε μέρη ονειρικά και απάτητα” έτσι είχε δικαιολογήσει την απόφαση του στην καλή του.
Πέρασαν όμως τα χρόνια. Το γέρικο κουφάρι του είχε μείνει μόνο του να σέρνεται δεξιά και αριστερά. Τα αστέρια και ο ήλιος είχαν ξεθωριάσει αλλά το σκαμνάκι ήταν εκεί. Δεν το αποχωρίζονταν ποτέ. Πάντα εκεί στην ίδια θέση. Περίμενε τον ερχομό του γιού του και ας ήξερε πως δεν θα ερχόταν ποτέ. Όταν έχασε την σύντροφο του, αυτήν που έζησε σχεδόν όλα τα χρόνια της ζωής του είχε πιστέψει πως ίσως τότε να τον ξανάβλεπε. Μάταια όμως. Δεν είχε έρθει ποτέ. Στην κηδεία της γυναίκας του κοιτούσε συνέχεια την πόρτα της εκκλησίας καρτερώντας να τον δει να ξεπροβάλλει έστω και την τελευταία στιγμή. Μάταια όμως. Δεν είχε ανοίξει ποτέ η πόρτα.
Πάει καιρός που δεν είχε πάρει ένα μήνυμα του. Δύο λόγια , λίγες λέξεις.
Ο γέροντας καθόταν όλη την μέρα σε μια παλιά πλαστική καρέκλα δίπλα στο σκαμνάκι. Και το βλέμμα του καρφωμένο στην ίδια πάντα κατεύθυνση. Στον δρόμο, που έφτανε μετά από ένα μακρύ φιδίσιο στριφογύρισμα στο χωριό του. Καρτερούσε. Ήθελε να τον δει να ξεπροβάλλει. Να έχει μια τελευταία εικόνα του.
Το πρωινό τον φώναξε ο ταχυδρόμος να του δώσει το γράμμα, μα ο γέροντας δεν σηκώθηκε από την καρέκλα του. Αναγκάστηκε να πλησιάσει. Τότε είδε τα γουρλωμένα μάτια του στην ίδια πάντα κατεύθυνση. Μέχρι την τελευταία πνοή του δεν έπαψε ποτέ να καρτερά.
Τετάρτη, Οκτωβρίου 07, 2009
Να δεις που κάποτε ……
Έχω πολύ καιρό να γράψω και έτσι αποφάσισα να το κάνω σήμερα. Απ ότι κατάλαβα πάντως δεν σας έλειψα ε? Εμ! είχατε άλλες ασχολίες. Μπλέξατε με τις εκλογές και είτε κλαίγατε είτε γελάγατε ε?
Τέλος πάντων σας συγχωρώ γιατί δεν μπορώ να κάνω και κάτι άλλο. Και να διαμαρτυρηθώ και να φωνάζω δεν θα βγάλω άκρη. Το πολύ πολύ να με πείτε και γκρινιάρη. Και λέγοντας αυτό μου ήρθε στο νου και το τραγουδάκι.
Και για να μην με παρεξηγήσει ο φίλος Άσκαρ του λέω οτι δεν το έβαλα για την επιτυχία του ΠΑΣΟΚ. Απλά μου ήρθε στο νου.
Πέμπτη, Οκτωβρίου 01, 2009
Δεν είναι ο κόσμος ιδανικός …..
Ακούω μουσική και αυτό ηχεί στα αυτιά μου σαν αντίλαλος. Δεν είναι ο κόσμος ιδανικός. Αλήθεια πως να ήταν ο ιδανικός κόσμος? Με γέλιο? Χαρά? Αγάπη? Χρήμα? Τι απ όλα ή όλα απαρτίζουν τον ιδανικό κόσμο? Φαντάζομαι πως το ερώτημα δεν είναι καινούργιο και σίγουρα μπορεί να απαντηθεί με διαφορετικούς τρόπους. Ή μήπως δεν έχει και πολλές ερμηνείες? Το ιδανικό θα ήταν …….
Εγώ πάντως νομίζω πως μου αρκεί αυτός ο κόσμος που ζω. Έχει απ’ όλα. Χαρά, λύπη, απογοήτευση,ελπίδα, ενθουσιασμό, κατάθλιψη, μοναξιά, αγάπη,μίσος,αδιαφορία, ………… Ένας κήπος που τα έχει όλα.