Οι αχτίνες του ήλιου βρίσκουν εκείνο το μικρό κενό να περάσουν από τις βαριές κουρτίνες που φρόντιζαν να επιβάλλουν το σκότος. Σιγά -σιγά έρχονται στο πρόσωπο και τραβούν τα ματόκλαδα να τα αποκολλήσουν το ένα από το άλλο. Τα κατάφεραν, ανοίγουν, για λίγα δεύτερα, μέχρι το μάτι να νιώσει το χορό των αχτίνων. Έκλεισαν άμεσα, τρομαγμένα. Η εντολή δόθηκε. Όλα είναι θέμα εντολής. Σκέφτομαι πως αυτό κάπου το άκουσα. Ξημέρωσε, άλλη μια μέρα περιμένει να την γευτείς. Έχω χρόνια που όλες οι γεύσεις μοιάζουν ίδιες. Ξινά , γλυκά, πικρά όλα ίδια. Διαφορετικά προσωπεία με την ίδια κατάληξη. Όλα άνοστα, χωρίς αρώματα.
Μοναξιά, μα πρέπει να σηκωθώ. Τα σκεπάσματα αποχωρίζονται βίαια από το σώμα. Το πρωινό, γλυκό ακόμη, αεράκι τυλίγει το κορμί. Το σώμα στην κλασική θέση των ενενήντα μοιρών. Κάποτε ήταν ακριβώς έτσι, τώρα κυρτώνει στις άκρες. Ανάσα και εξερεύνηση του χώρου. Σκέφτομαι πως παλιά δεν προλάβαινα να αισθανθώ των χώρο, βρισκόμουν άμεσα μέσα του. Τώρα η ανάσα απαραίτητη.
..........................